- ευκαρπώ
- εὐκαρπῶ, -έω (Α) [εύκαρπος]παράγω άφθονους και ωραίους καρπούς, καρποφορώ («ἐν τοῑς εὐκαρποῡσι χωρίοις», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐκαρπῶ — εὐκαρπέω bear good fruit pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐκαρπέω bear good fruit pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκάρπῳ — εὔκαρπος fruitful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκάρπεια — Αρχαία πόλη της Φρυγίας. Βρισκόταν πιθανότατα κοντά στο σημερινό Eμίρ Χισάρ. * * * εὐκάρπεια, ἡ (Α) [ευκαρπώ] η ευκαρπία … Dictionary of Greek
νιφοστιβής — νιφοστιβής, ές (Α) (ποιητ. τ.) (για τόπο ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει κανείς σε χιόνι, χιονοβάδιστος, γεμάτος χιόνια («τοῡτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῡσιν εὐκάρπῳ θέρει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + στιβής (< στίβος), πρβλ. χιονο… … Dictionary of Greek